Η δημιουργία του ψηφιακού αρχείου πολιτιστικής κληρονομιάς της Λήμνου έγινε από το Μεσογειακό Ινστιτούτο για τη Φύση και τον Άνθρωπο (MedINA) σε συνεργασία με το Τμήμα Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου στο πλαίσιο του προγράμματος TerraLemnia.
Το Terra Lemnia χρηματοδοτείται από το ελβετικό ίδρυμα MAVA, έχει διάρκεια 5 έτη (2017-2022) και υλοποιείται με τον συντονισμό του MedINA, σε συνεργασία με το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, την «Ανεμόεσσα», το Πανεπιστήμιο Πατρών, το Γερμανικό Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, την εταιρεία συμβούλων «Αλέξης Κωτούλας και Συνεργάτες», τον φορέα πιστοποίησης TUV Austria Hellas, τη δεξαμενή σκέψης «The Green Tank», την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, την Εταιρεία Προστασίας Πρεσπών, το γαλλικό Ερευνητικό Ινστιτούτο Tour du Valat και το Κυθηραϊκό Ίδρυμα Πολιτισμού και Ανάπτυξης (ΚΙΠΑ).
Η καταγραφή των μαντρών της Λήμνου έγινε στις 4 περιοχές έρευνας του Terra Lemnia (Βίγλα, Φακός, Ηφαιστεία, Φυσίνη-Πολιόχνη) με επιτόπια έρευνα στο διάστημα 2018-2019. Καταγράφηκαν η θέση των μαντρών, τα στοιχεία της τυπολογίας, η κατάσταση, μεταγενέστερες παρεμβάσεις και η λειτουργία τους σήμερα. Η καταγραφή συνοδεύτηκε από φωτογραφική τεκμηρίωση όπου ήταν δυνατό.
Οι ανεμόμυλοι και τα ξωκλήσια έχουν αποτυπωθεί από τον χάρτη 1:50.000 της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Τα μετόχια αποτυπώθηκαν από την έρευνα της Φωτεινής Κονδύλης με τίτλο Tracing Monastic Economic Interests and their Impact on the Rural Landscape of Late Byzantine Lemnos, η οποία είναι προσβάσιμη εδώ.
Η μάντρα της Λήμνου είναι μια ολοκληρωμένη παραγωγική μονάδα που περιλαμβάνει ένα σύνολο αγροτικών εγκαταστάσεων –χώρους παραμονής, εργασίας, αποθήκευσης και σταβλισμού– με τις καλλιέργειες και τα βοσκοτόπια, που διαχειρίζονται οι κεχαγιάδες, οι παραδοσιακοί γεωργο-κτηνοτρόφοι του νησιού.
Οι μάντρες εδώ και αιώνες συγκροτούν τον πυρήνα του παραδοσιακού συστήματος αγροτικής διαχείρισης της Λήμνου. Διασκορπισμένες σε όλο το νησιωτικό τοπίο, από τις παρυφές των χωριών έως τις πιο απομακρυσμένες περιοχές, αφήνουν το δικό τους ξεχωριστό αποτύπωμα και εδραιώνουν την παρουσία των ανθρώπων στο νησί.
Η άφθονη πέτρα, τα αυτοφυή καλάμια, η λάσπη και τα φύκια, καθώς και η ξυλεία από τα γειτονικά νησιά, τη Θράκη και το Άγιο Όρος, χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή των μαντρών για πολλούς αιώνες. Σήμερα, πολλές παραδοσιακές μάντρες έχουν εγκαταλειφθεί. Στις σύγχρονες μάντρες γίνεται χρήση του μπετόν και της λαμαρίνας, ενώ ταυτόχρονα διατηρούνται τα παραδοσιακά κτίσματα, κυρίως για βοηθητική χρήση.
Οι μάντρες είναι χτισμένες συνήθως σε χώρο περίοπτο και νευραλγικό, στο μέσο περίπου της αγροτικής εκμετάλλευσης που διαχειρίζονται, η οποία ονομάζεται τοπικά ζευγάρι, καθώς παραδοσιακά απαιτούσε ένα ζευγάρι βόδια για να καλλιεργηθεί. Η έκταση του ζευγαριού πρέπει να περιλαμβάνει και αρόσιμες γαίες, τα αποκαλούμενα τσαγίρια, που σπέρνονται με τα πρωτοβρόχια και αποτελούν μέρος του βοσκοτόπου του κοπαδιού σε περιόδους τοκετών ή κακοκαιρίας. Επιπλέον, περιλαμβάνει καλλιεργήσιμα κτήματα, αμπελώνες και ποτιστικές καλλιέργειες, καθώς και ορισμένα ορεινά βοσκοτόπια που ονομάζονται μοιράδια.
Η μάντρα παραδοσιακά συντηρούσε δύο νοικοκυριά, του κεχαγιά και του γαιοκτήμονα. Οι κεχαγιάδες, οι γεωργο-κτηνοτρόφοι της Λήμνου, δεν είχαν δική τους ιδιοκτησία οπότε καλούνταν να συνάψουν μια επίμορτη συμφωνία με τους ιδιοκτήτες της γης, η οποία ονομαζόταν μισσιακό, μισσιάρικο ή συντροφιλίκι. Οι κεχαγιάδες «επένδυαν» ουσιαστικά την εργασία τους στη μάντρα, προσφέροντας στους γαιοκτήμονες τη μισή τους παραγωγή.
Επιπλέον, η οικογένεια του κεχαγιά αναλάμβανε μια σειρά υποχρεώσεων που ονομάζονταν ταγίνι ή διεταγμένα για το αφεντικό και την κυρά του, όπως να προμηθεύει το σπίτι τους σε τακτική βάση με όλα τα προϊόντα που παράγονταν στη μάντρα, να μαζεύουν καυσόξυλα, να μαγειρεύουν, να καθαρίζουν κ.λπ. Το καθεστώς αυτό συντηρήθηκε μέχρι τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα, όταν ξεκίνησε η μαζική μετανάστευση των κατοίκων της Λήμνου. Σήμερα, πολλοί κεχαγιάδες έχουν αγοράσει ή κατασκευάσει τις δικές τους μάντρες, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι πλέον τη διαχείριση της αγροτικής τους εκμετάλλευσης.
Οι μάντρες της Λήμνου ποικίλουν σε μέγεθος, δομή και αρχιτεκτονική διάταξη, ανάλογα με τις ανάγκες και τις τοποθεσίες που εξυπηρετούν. Στο παρελθόν, σε δυσπρόσιτες και απομακρυσμένες περιοχές, όπου η πρόσβαση ήταν δύσκολη, το κτιριακό συγκρότημα της μάντρας ήταν πιο σύνθετο, καθώς η μάντρα έπρεπε να εξασφαλίζει μια σχετική αυτάρκεια στον κεχαγιά και την οικογένειά του.
Τα κοινά στοιχεία που απαντώνται σε όλες τις μάντρες είναι ο αχυρώνας, ο στάβλος, που διέθετε και καταπακτή για την κοπριά, και το σπίτι του κεχαγιά, που βρίσκεται εντός του αυλόγυρου, της περιμέτρου της μάντρας. Δύο ακόμη σημαντικά στοιχεία της μάντρας είναι το σώμαντρο και ο μπόντ'λας. Το σώμαντρο είναι μια ανοικτή κατασκευή από ξερολιθιά όπου φυλάσσονταν πρόχειρα τα ζώα. Στο πλάι υπήρχε ένα πιο στενό σημείο –η επονομαζόμενη γαλαρία, από τη λέξη γάλα– που οδηγούσε στον μπόντ'λα, μια μικρή πόρτα μέσω της οποίας περνούσαν τα ζώα για άρμεγμα και οδηγούνταν ένα προς ένα από τον παραλλακτή (τον άνθρωπο που τα οδηγούσε προς τον αρμεχτή). Το σώμαντρο, όπως και ο αυλόγυρος, ήταν κατασκευασμένα από ξερολιθιά (ξεροτροχαλιά στην τοπική διάλεκτο) σε αντίθεση με τα κτίσματα, που είχαν συνδετικό υλικό.
Ο Σηφουνάκης, στην κλασική του μελέτη «Μια άγνωστη αρχιτεκτονική, οι μάντρες στη Λήμνο και στα άλλα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου», επιχειρεί να δημιουργήσει μια τυπολογία μαντρών, διακρίνοντας πέντε (5) βασικούς τύπους: Τύπος Α – Αρχικός Τύπος Β – Γεωργικός Τύπος Γ – Γεωργοκτηνοτροφικός Τύπος Δ – Κτηνοτροφικός Τύπος Ε – Μεικτός οικογενειακός
Αρχικά τα κτίσματα ήταν μονόχωρα, προσφέροντας στέγη και προστασία στους κεχαγιάδες ενώ σταδιακά εξελίχθηκαν σε κτηνοτροφικές μονάδες. Αυτός ο βασικός τύπος μάντρας, που η εξέλιξή του οδήγησε στους άλλους τέσσερις τύπους, αποτελούνταν από ένα ορθογώνιο κτίριο με χωμάτινο πάτωμα (περίπου 4,5x3μ). Περιλάμβανε μια ξύλινη επικλινή στέγη, μια μικρή πόρτα εισόδου, ένα τζάκι και ενίοτε ένα μικρό παράθυρο νότιου προσανατολισμού. Επίσης, είχε έναν ελαφρώς υπερυψωμένο ξύλινο οντά που χρησίμευε ως κρεβάτι. Αυτά τα κτίρια περιβάλλονταν συνήθως από ξερολιθιά (το σώμαντρο) που κρατούσε τα πρόβατα εντός της περιμέτρου και όπου λάμβαναν χώρα και άλλες δραστηριότητες όπως η κουρά των προβάτων και το άρμεγμα.
Τυπολογία: Μάντρα τύπου Α (Αρχική) Πηγή: Σηφουνάκης, 1993
Η μάντρα τύπου Β (γωργική) κάλυπτε πλήρως τις γεωργικές ανάγκες των κεχαγιάδων, και ήταν ένα συγκρότημα που μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες ενός μεγαλύτερου αριθμού ανθρώπων (δηλαδή της οικογένειας του κεχαγιά) για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Περιλάμβανε έναν χώρο κατοικίας, στάβλο για τα ζώα εργασίας (π.χ. αγελάδες, μουλάρια και άλογα), αποθηκευτικό χώρο για χόρτα και σανό, το σώμαντρο, ένα αλώνι και το χώρο που ήταν χτισμένος ο ξυλόφουρνος. Πιο σπάνια, εάν υπήρχαν αμπελώνες στο κτήμα, διέθετε και καζάνι για απόσταξη τσίπουρου.
Τυπολογία: Μάντρα τύπου Β (Γεωργική) Πηγή: Σηφουνάκης, 1993
Η μάντρα τύπου Γ (γεωργοκτηνοτροφική) εξυπηρετεί τις ανάγκες των γεωργικών δραστηριοτήτων, της κτηνοτροφίας και της στέγασης. Απαντάται σε περιοχές με καλλιέργειες και βοσκοτόπους. Αυτό που διακρίνει τη μάντρα τύπου Γ από τον τύπο Β είναι το χαγιάτι, ένα μακρόστενο κτίσμα που προστατεύει τα πρόβατα από το χιόνι και τη βροχή.
Τυπολογία: Μάντρα τύπου Γ (Γεωργοκτηνοτροφική) Πηγή: Σηφουνάκης, 1993
Η μάντρα τύπου Δ (κτηνοτροφική) απαντάται συνήθως σε απόμακρες περιοχές μεγαλύτερου υψόμετρου όπου ασκείται μόνο η κτηνοτροφία. Περιλαμβάνει το χαγιάτι, την οικία του κεχαγιά και το σώμαντρο.
Τυπολογία: Μάντρα τύπου Δ (Κτηνοτροφική) Πηγή: Σηφουνάκης, 1993
Τυπολογία: Μάντρα τύπου Ε (Μεικτή οικογενειακή) Πηγή: Σηφουνάκης, 1993
Η έννοια της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς (ΑΠΚ) περιλαμβάνει ένα σύνολο ιδεών, αξιών, επιλογών και συναισθημάτων, όπως οι προφορικές παραδόσεις, η παραδοσιακή μουσική, οι χοροί, τα έθιμα, οι τελετουργίες, η παραδοσιακή γνώση και οι τεχνικές που συγκεντρώνονται γύρω από αυτήν, καθώς και η τοπική γαστρονομία όπως διαμορφώθηκε κατά το παρελθόν στις αγροτικές κυρίως κοινότητες. Τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν μουσειακό είδος αλλά τη ζωντανή παράδοση του τόπου και έναν πολιτιστικό και οικονομικό πλούτο αναπροσαρμοζόμενο στις εκάστοτε συνθήκες.
Οι μάντρες συγκροτούν τον πυρήνα του ιδιαίτερου συστήματος οργάνωσης της αγροτικής παραγωγής της Λήμνου, αποτελώντας ένα πολιτισμικό κεφάλαιο που διαμορφώνει τις κοινωνικο-οικονομικές δομές, συμβάλλοντας στη βιοποικιλότητα, στο μικροκλίμα, στο τοπίο και στη διάσωση των παραδοσιακών αγροτικών πρακτικών. Λειτουργούν στον χώρο ως εμβληματικό σύμβολο που συμπυκνώνει το νόημα της ύπαρξης της πολιτιστικής κληρονομιάς του νησιού και αποτελούν έμπνευση για μια βιώσιμη ανάπτυξη που στηρίζεται καθοριστικά στην παραδοσιακή γνώση και την ορθολογική χρήση των φυσικών πόρων.
Αναγνωρίζοντας τον ουσιαστικό ρόλο των μαντρών ως μέρος της πολιτιστικής ταυτότητας της Λήμνου, το MedINA (Μεσογειακό Ινστιτούτο για τη Φύση και τον Άνθρωπο) και ο Όμιλος Προστασίας Περιβάλλοντος και Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς Λήμνου «Ανεμόεσσα» συνέταξαν και υπέβαλαν τον φάκελο εγγραφής του συστήματος της μάντρας στο Εθνικό Ευρετήριο ΑΠΚ της Ελλάδας το καλοκαίρι του 2020. Οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν βασίστηκαν σε βιβλιογραφική και επιτόπια έρευνα. Πολλοί Λημνιοί μοιράστηκαν τις γνώσεις και την εμπειρία τους μαζί μας, γεγονός για το οποίο είμαστε εξαιρετικά ευγνώμονες. Αυτές οι συζητήσεις έγιναν μέρος ενός μικρού ντοκιμαντέρ το οποίο είναι διαθέσιμο διαδικτυακά εδώ.
Η εγγραφή του συστήματος της μάντρας στο Εθνικό Ευρετήριο ΑΠΚ πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2022. Περισσότερες πληροφορίες, καθώς και το δελτίο του στοιχείου ΑΠΚ, παρατίθενται στον ιστότοπο του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, στον ακόλουθο σύνδεσμο.
Οι ανεμόμυλοι κατέχουν εξέχουσα θέση στο τοπίο της Λήμνου, ορίζοντας την κορυφογραμμή των λόφων του νησιού. Ήδη από το 1304, αναφέρεται πως στο νησί λειτουργούσαν τρεις ανεμόμυλοι. Οι περισσότεροι βρίσκονταν στο ανατολικό τμήμα, όπου η συχνότητα του ανέμου είναι μεγαλύτερη.
Οι λημνιακοί ανεμόμυλοι ήταν ίδιου τύπου με τους αιγαιοπελαγίτικους, κυλινδρικοί πύργοι με κωνική στέγη και κάθετα περιστρεφόμενη φτερωτή με τριγωνικά πανιά. Η τοιχοποιία του μύλου κατασκευαζόταν από τοπική πέτρα και κουρασάνι, ένα μείγμα από άμμο θαλάσσης, ασβέστη, λημνιακή γη και τριμμένο κεραμίδι, για προστασία από την υγρασία. Η πόρτα και ένα παράθυρο βρίσκονταν στην πλευρά με τον ασθενέστερο άνεμο. Οι μύλοι ήταν συνήθως δίπατοι, και μια σκάλα από πέτρες πακτωμένες στην περιμετρική τοιχοποιία οδηγούσε στο ανώι του πύργου. Η κωνική στέγη είχε ξύλινο σκελετό που επενδύονταν με σαμάκι, χόρτο που φυτρώνει στις ακτές της Λήμνου. Στην κορυφή της, ένας ανεμοδείκτης έδειχνε την κατεύθυνση του ανέμου στο εσωτερικό του μύλου.
Οι ανεμόμυλοι λειτουργούσαν όλον τον χρόνο. Η λειτουργία τους όμως εξαρτιόνταν από τις καιρικές συνθήκες –τον άνεμο– οπότε η παραγωγικότητά τους είχε διακυμάνσεις. Από τη δεκαετία του 1920 και έπειτα, άρχισαν να χρησιμοποιούνται ντιζελοκίνητες μηχανές αντικαθιστώντας σταδιακά τους ανεμόμυλους. Εξαίρεση αποτέλεσε η περίοδος της Κατοχής οπότε και χρησιμοποιήθηκαν ξανά εξαιτίας της έλλειψης καυσίμου που ήταν απαραίτητο για τους βενζινοκίνητους μύλους, το οποίο ήταν δυσεύρετο και απαγορευμένο. Το 1960, 12 ανεμόμυλοι ήταν ακόμη σε λειτουργία.
Τα μετόχια υπήρχαν στη Λήμνο τουλάχιστον από τον 12ο αιώνα. Την εποχή του Βυζαντίου, η Λήμνος ήταν αυτοκρατορική πρόσκτηση, γι’ αυτό και ο αυτοκράτορας και ανώτεροι αξιωματούχοι είχαν μεγάλη ακίνητη περιουσία στο νησί. Επίσης, οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου συνήθιζαν να κάνουν δωραιές γαιών στα μοναστήρια του Αγίου Όρους, που έφτασαν να κατέχουν έως και τα 3/4 της γης της Λήμνου, πρακτική που συνέχισαν και οι γαιοκτήμονες έπειτα από την πτώση του Βυζαντίου και προτού το νησί καταληφθεί από τους Οθωμανούς.
Τα μετόχια συνέχισαν να υφίστανται στην Οθωμανική περίοδο, καθώς τα μοναστήρια διατήρησαν την ιδιοκτησία μεγάλων κτημάτων στη Λήμνο. Το εισόδημά τους προερχόταν από την εκμετάλλευση των φυσικών τους πόρων και τα ενοίκια, ενώ απολάμβαναν φοροαπαλλαγές. Τα μετόχια ήταν επίσης υπεύθυνα για την κατασκευή, συντήρηση και αποκατάσταση πολλών κτισμάτων (μάντρες, πύργους, μύλους κ.λπ). Οι μάντρες της Λήμνου βρίσκονταν συνήθως ακριβώς μέσα στα μετόχια ή τους βοσκοτόπους τους. Αρχικά, χρησίμευαν ως ποιμνιοστάσια και κατοικία των παροίκων αλλά εξελίχθηκαν σε πιο σύνθετες δομές με επιπλέον λειτουργίες, όπως στέγαση, αποθήκευση, επεξεργασία αγροτικών προϊόντων, κ.λπ.
Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου, οι Τούρκοι γαιοκτήμονες ανέθεσαν τη διαχείριση των κοπαδιών και της γης σε χριστιανούς γεωργο- κτηνοτρόφους, τους οποίους αποκαλούσαν κεχαγιάδες ή καγιάδες. Οι ίδιοι δούλευαν με την πρακτική του μισιακού, τεμσάρκο όπως έμεινε στην τοπική συλλογική μνήμη, αποδίδοντας το μισό της παραγωγής στους Οθωμανούς γαιοκτήμονες. Με την απελευθέρωση του νησιού το 1912, η πρακτική του μισιακού ακολουθήθηκε από τους ντόπιους γαιοκτήμονες. Στο μεταξύ τα ίδια τα μετόχια διαμοιράστηκαν στους ακτήμονες με ελάχιστες εξαιρέσεις που κράτησαν το αναπαλλοτρίωτο.
Διάσπαρτα σε όλο το νησί εντοπίζονται ξωκλήσια, κατασκευασμένα κυρίως στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Ανήκουν στην πλειονότητά τους στη Μητρόπολη του νησιού και αποτελούν αφιερώσεις των γεωργών και κτηνοτρόφων που είχαν γύρω τους κτήματα και μάντρες.
Τα αγιωνύμια δεν παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλομορφία, συνήθως αναφέρονται σε αγίους που γιορτάζουν κατά τη θερινή περίοδο, τότε που οι ασχολίες στη φύση επιβάλλουν τη διαρκή παρουσία της οικογένειας του κεχαγιά στην ύπαιθρο.
Όσον αφορά την αρχιτεκτονική τους, είναι απλή, κυρίως ρυθμού βασιλικού, τέσσερις τοίχοι επιχωματισμένοι, με πέτρα από τους γύρω αγρούς, και μια δίρριχτη στέγη. Το καμπαναριό είναι τοποθετημένο σε κάποιο διπλανό δέντρο, ή σε κάποιο υποστύλιο κοντά στον κυρίως ναό. Κατά την ημέρα της εορτής του ξωκλησιού οι κτήτορες ή τα παιδιά τους, αν αυτοί δεν είναι εν ζωή, τελούν λειτουργία και στη συνέχεια προσφέρουν κεράσματα από την παραγωγή των κτημάτων και των ζώων τους.
Ναΐδρια συνήθως έχτιζαν οι γείτονες κτημάτων ή γείτονες από διπλανές κοινότητες στα όρια των οποίων τύχαινε να έχουν τις μάντρες ή τα χωράφια τους. Τα περισσότερα ξωκλήσια του νησιού σχετίζονται με μαγικές αφηγήσεις ή με μεταφυσικές ιστορίες και θαύματα.